Μεταξύ των Δημοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που διατηρούνται κατά το άρθρο 103, παρ.3 του ν. 3852/2010, περιλαμβάνεται –αυτονόητα- και το Ινστιτούτο Τεκμηρίωσης, Πληροφόρησης και Έρευνας του Καρκίνου «Γεώργιος Ν. Παπανικολάου», του Δήμου Κύμης Αλιβερίου (Βλ. Υ.Α.36281/4-8-2011 του Υπουργού Εσωτερικών – ΑΔΑ:4ΑΜ6Ν-ΔΩ7 στο «Διαύγεια»).
Η ακτινοβολία της προσωπικότητας του Παπανικολάου και η τιμή που περιποιεί η καταγωγή του στην γενέτειρά του την Κύμη αποτελούν ασύγκριτα πλεονεκτήματα για τον τόπο μας έτσι ώστε το εν λόγω δημοτικό νομικό πρόσωπο να είναι η μήτρα ενός τεράστιου τοπικού και ταυτόχρονα «εθνικού πόρου». Έτσι ήταν και έτσι διατηρείται και αναγνωρίζεται στο πλαίσιο και του νέου διοικητικού θεσμού στον οποίο ανήκει.
Αυτός ο πόρος όμως παραμένει έως τώρα αναξιοποίητος ή – το χειρότερο- δαπανάται υποβιβαζόμενος σε βραχίονα μάλλον «επαρχιώτικης» πολιτικής επικοινωνίας.
Πράγματι, ενώ αρχικά ανακοινώθηκε ως «Εθνικό Ινστιτούτο» με τις συναφείς φιέστες έκτοτε συρρικνώθηκε σε ένα δημοτικό νομικό πρόσωπο με άγνωστη εν πολλοίς δραστηριότητα στην τοπική κοινωνία, με πλούσιο απολογισμό δημοσίων σχέσεων και με αρκετά σοβαρό οικονομικό βαλάντιο. Αυτά που έπρεπε να είναι τα πέντε χρόνια απογείωσης των σκοπών του Ινστιτούτου υπήρξαν τα πέντε χρόνια της ουσιαστικής αφάνειάς του. Η υποτονική συνεργασία με την Ιατρική Σχολή της Λάρισας και η πενιχρή ιστοσελίδα υπήρξαν οι μοναδικές φτωχές επιδόσεις. Παράλληλα ένα διοικητικό συμβούλιο απολύτως ασύνδετο με το επιστημονικό ιατρικό κόσμο, ακολουθώντας την πεπατημένη των κλειστών συνθέσεων αποστέωσε την μεγάλη αποστολή του Ινστιτούτου.
Λάθος ήταν επίσης η συγκρότησή του ως δημοτικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και όχι ως δημοτικό ίδρυμα στο οποίο θα μπορούσε με την συστατική του πράξη να κατοχυρώσει την ουσιαστική και γόνιμη σύμπραξη της επιστημονικής κοινότητας και εν προκειμένω της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην διοικητική του λειτουργία. Παράλληλα θα ενίσχυε το κύρος του στην επιστημονική κοινότητα της χώρας αλλά και διεθνώς. Ασφαλώς σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν δυνατός ο ασφυκτικός έλεγχος της εκάστοτε δημοτικής αρχής αλλά αυτό ήταν το ευκταίο και όχι το απευκταίο. Εν πάση περιπτώσει δεν έγινε..Αλλά και ποτέ δεν είναι αργά για να γίνει.
Μόνο και μία απλή ανάγνωση των διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα καθοδηγεί με βεβαιότητα την επιλογή του Δημοτικού Ιδρύματος ως την μορφή που αντιστοιχεί στο Ινστιτούτο Παπανικολάου. Συγκεκριμένα: του άρθρο 226 του ν. 3463/2006 ορίζει ότι: «Δημοτικά ή κοινοτικά Ιδρύματα, όπως…..μουσεία ή άλλα επιστημονικά ιδρύματα συνιστώνται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με προεδρικό διάταγμα που ορίζει τον σκοπό, τα όργανα διοίκησης , τους πόρους , την περιουσία που αφιερώνεται σε αυτό και το όνομα του ιδρύματος». Αντίθετα, το άρθρο 239 του παραπάνω αναφερόμενου νόμου ορίζει ότι « Τα δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου συνιστώνται με απόφαση των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων . Σκοπός τους είναι η οργάνωση και η λειτουργία ορισμένης δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας με γνώμονα την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων, όπως η σύσταση κέντρων κοινωνικής προστασίας, πνευματικών ή αθλητικών κέντρων, βιβλιοθηκών, μουσείων κ.α.» Το δημοτικό νομικό πρόσωπο συστήνεται με Πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας (τώρα στου ασκούντος τον έλεγχο νομιμότητας οργάνου) η οποία δημοσιεύεται στο Φ.Ε.Κ.
Στην δεύτερη περίπτωση στην οποία εντάχθηκε το Ινστιτούτο Παπανικολάου η διαδικασία σύστασης είναι απλούστερη πλην όμως ο χαρακτήρας προσιδιάζει την δημοτική υπηρεσία ενώ το διοικητικό συμβούλιο είναι άμεσα ελεγχόμενο από την δημοτική αρχή και δεν μπορεί να περιλάβει μέλη που δεν είναι δημότες του οικείου δήμου (βλ. http://www.inpap.org/submaincatmore.asp?cat=13&subcat=231 ). Στην περίπτωση του ιδρύματος που εμπίπτει στο αντικείμενο και την προοπτική του Ινστιτούτου Παπανικολάου (βλ. http://www.inpap.org/submaincatmore.asp?cat=13&subcat=230) επιτρέπεται η συμμετοχή στη διοίκηση και μελών που σχετίζονται με το αντικείμενο του ιδρύματος χωρίς απαραίτητα να είναι δημότες. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο εκπρόσωποι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας η οποία έχει ήδη συνδεθεί εξαρχής με το Ινστιτούτο καθώς και άλλων επιστημονικών φορέων εθνικού ή διεθνούς κύρους. Η αίγλη του Ινστιτούτου θα αποτελέσει κεφάλαιο για την περιοχή μας και την Εύβοια ενώ η διοικητική απομόνωσή του στα στενά όρια της τοπικής κοινωνίας και μάλιστα με όρους πολιτικής φοβίας αποτελεί τεράστια τροχοπέδη για την προοπτική του.
Η διοίκηση του Ινστιτούτου πρέπει να μας απασχολήσει στο μέτρο που η ικανότητά της είναι αναγκαία για τον προγραμματισμό των δράσεων. Οι δράσεις και όχι η σφραγίδα θα απογειώσουν την αίγλη του Ινστιτούτου. Όμως για την καταγραφή των δράσεων προηγούνται να μιλήσουν οι ειδικοί, εκείνοι δηλαδή που μπορούν να εξειδικεύσουν, λόγω της επιστημονικής και επαγγελματικής τους επάρκειας, τον προσανατολισμό του Ινστιτούτου σύμφωνα με τους πραγματικά μεγαλεπήβολους σκοπούς της σύστασής του. Είναι πάντως βέβαιο ότι το Ινστιτούτο πρέπει να καταξιωθεί για την επίτευξη των επιστημονικών του σκοπών και την προσφορά του στην ευρύτερη κοινωνία. Από κει και πέρα η δράση του και με επίκεντρο την Κύμη μπορεί να γεννήσει πολιτιστικά, πνευματικά, οικονομικά και αναπτυξιακά αγαθά για την τοπική κοινωνία και την Εύβοια. Σε αυτό πέραν των άλλων θα συμβάλει η απόκτηση της κατάλληλης υποδομής με επίκεντρο το ακίνητο Παπανικολάου και όχι μόνο. Η αξιοποίηση του σπιτιού του Παπανικολάου με όρους τεχνικής και αρχιτεκτονικής ευθύνης θα αποτελεί την βασική εστία αλλά όχι τον μοναδικό χώρο για την ανάπτυξη της υποδομής. Ο εντοπισμός και ο προγραμματισμός της αξιοποίησης παραδοσιακών κτισμάτων στην Κύμη πρέπει να αποτελέσουν την βάση ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου υποδομής για την φιλοξενία δράσεων και μονίμων δραστηριοτήτων.
Όλα αυτά απαιτούν πραγματικά ανοικτούς ορίζοντες και κυρίως υπέρβαση της πολιτικής και πνευματικής απερήμωσης που καταδυναστεύει την Κύμη και την ευρύτερη περιοχή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου